γεμιτζῆς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμιτζῆς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεμιτζῆς ὁ, γκεμιτζῆς Αἴγιν. Ἤπ. Τῆλ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. gεμιτζῆς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) gεμ’τζῆς Α.Ρουμελ. (Σωζόπ.) Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) gιμ’τζῆς Θρᾴκ. (Αἶν.) Προπ. (Κύζ. Μηχαν.) gεμιτσῆς Θρᾴκ. γκιβιτζῆς Μακεδ. (Καστορ.) κεμιτζῆς Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) κεμιτῆς Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Κοτύωρ. Σινώπ. Τραπ.) κεμιτῆς Κύπρ. κεμιτσῆς Μεγίστ. κιμιτζῆς Μεγίστ. Σύμ. κιμιντζῆς Κάρπ. γεμιτζῆς σύνηθ. γεμιτσῆς Ἀνάφ. Κρήτ. γεμιντσῆς Πελοπν. ’εμιτζῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γεμιντζῆς Ἀστυπ. Κέως Πελοπν. (Μεγαλόπ.) γεμ’dζῆς Ψαρ. γιμ’τζῆς Θεσσ. (Τρίκερ.) Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Λῆμν. Μακεδ. (Βόιον) Τῆν. γιμιντζῆς Παξ. γιμιdζῆς Ἤπ. (Ἰωάνν.) γιμιζ-ζῆς Κῶς γιˬουμιτζῆς Κρήτ. γεμιζῆς Δονοῦσ. Μύκ. Σχιν. Προπ. (Μαρμαρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gemici=ναυτικός.

Σημασιολογία

1)Ναύτης, ναυτικὸς ἰδίᾳ ἱστιοφόρου ἔνθ’ ἀν.: Παλιˬοὶ γερασμένοι καπετάνιˬοι καὶ γεμιτζῆδες Ἰκαρ. Ἀλλοίμονο ’ς τοὺς γεμ’dζῆδες μ’ αὐτὸ τὸ gαιρὸ Ψαρ. ’Σ τὴ λίμνη τῆς Καστοριˬᾶς εἶναι πολλοὶ γκιβιτζῆδες κ’ ἔχουνε μονόξυλα καὶ καράβιˬα Μακεδ. (Καστορ.) Αὐτοὶ εἶναι οἱ μπακάληδες καὶ οἱ ταβερνιˬαραῖοι τοῦ τόπου, ποὺ πῆραν ἀπ’ τὸ γεμιτζῆ, τὸν τρατάρη καὶ τὸν λοτόμο ὅλη τὴ δούλεψη, χρεώνοντας ὅσο βάσταε ἡ ψυχή τους Π.Φουρίκ., Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1926, 464 || Παροιμ. Παντρεύτη κ’ ἡ Κατερινιˬὼ καὶ παίρνει ἄντρα γιμιντζῆ (ἐπὶ τῶν ὁμιλούντων περὶ ὑποθέσεως μὴ ἐνδιαφερούσης τοὺς ἄλλους) Παξ. Ὁ κιμιντζῆς κατουρεῖ ’ς τὸ γιˬαλό, ἀμὲ τὰ βρίσκει ’ς τ’ ἁλάτι (ἐπὶ τῶν ἀπρονοήτως ἐργαζομένων) Κάρπ. Σαράντα χρόνιˬα γεμιτζῆς καὶ πάλι τίρα-μόλα (ἐπὶ τῶν ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ὑποχρεουμένων εἰς ἐξ ὑπαρχῆς ἔναρξιν τῆς ἐπαγγελματικῆς αὐτῶν σταδιοδρομίας) Λεξ. Πρω. Δημητρ. Ὁ γεμιτζῆς εἶναι καλός, μὰ ὁ παπαφίγκος ’ναι παλιˬὸς (ἐπὶ ἐλλείψεως τῶν πρὸς ἐνέργειαν ἢ ἐπιτυχίαν μέσων) Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Μάρτης γδάρτης καὶ κακὸς παλουκοκαύτης, ἔκαψε τοῦ γεωργοῦ τὰ δάχτυλα καὶ τοῦ γεμιτζῆ τ’ ἀχείλιˬα (διὰ τὸ κατὰ τὴν πρωίαν τοῦ Μαρτίου ἐπικρατοῦν ψῦχος) Μέγαρ. Τοῦ πρώτου γεμιτσῆ ἡ γυναῖκα τὸ Μάη μῆνα χήρεψε (διότι τότε γίνονται μεγάλαι τρικυμίαι) Ἀνάφ. Δίπλα τὸ φεγγάρι, ὀρθὸς ὁ γκεμιτζῆς· ὀρθὸ τὸ φεγγάρι, δίπλα ὁ γκεμιτζῆς (ὅταν τὸ ἄνοιγμα τῆς μήνης στρέφεται πρὸς τὰ ἄνω, προμηνύει θαλασσοταραχὴν καὶ ὁ ναύτης ὀφείλει νὰ ἀγρυπνῇ, ἐνῷ ἀντιθέτως, ὅταν τὸ ἄνοιγμα τῆς μήνης στρέφεται πρὸς τὰ πλάγια, προμηνύει καλὸν καιρὸν καὶ ὁ ναυτικὸς δύναται νὰ εἶναι ἥσυχος) Αἴγιν. Κούπα τὸ φεgάρι, χειμῶνας· ὄρθιο φεgάρι, καλοκαιρία· δίπλα ὁ γεμιτζῆς (συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Πλάτσ.) Ὁλόρθο τὸ φεgάρι, ἄδε͜ιος ὁ γεμιτζῆς (ἄδε͜ιος=ἐλεύθερος· συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. || ᾌσμ. Ἂν ἀποθάνω, θάψ’τε με ’ς ἕναν ψηλὸν βουνόπον, ν’ ἀκούω θάλασσας βοὴν καὶ κεμιτῆ λαλίαν Πόντ. (Ἰνέπ. Κερασ. Τραπ.) Ὁ γεμιτζῆς ’ς τὴ θάλασσα δὲ bρέπει νὰ φοβᾶται, γιατὶ τὴν ἔχει πάπλωμα τσαὶ στρῶμα τσαὶ τσοιμᾶται Ἄνδρ. Σηκώσου, ναύτη μου καλὲ καὶ πρῶτε γεμιτζῆ μου, νὰ κοbασάρῃς τὸ gαιρό, νὰ πχιˬάσωμε λιμάνι Κρήτ. ᾿Εγὼ ’γαπῶ τὸ gιμιτζῆ dόθ-θαλασ-σοβρεμένο, πού ’ναι ’ς τὸ κῦμ-μα δροσερὸς καὶ ’ς τὸ κουπὶ ’δρωμένος Σύμ. Συνών. θαλασσινός, μαρινέρης, ναύτης, ναυτικός. 2)Ὁ ἐπιτήδειος πρὸς πᾶν ἔργον Πελοπν. (Μεγαλόπ. Νεάπ.) Σήμερα εἶχα καλοὺς γεμιτζῆδες ’ς τὶς ἐλιˬές μου Νεάπ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γεμεντζῆς Ἀθῆν. Κεμιτζῆς Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/