βουνάρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνάρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουνάρι τό, Κάρπ. Μεγίστ. κ. ἀ.-Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. βουνάριν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) β’νάρ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἴμβρ. κ.ἀ. γουνάριν Κύπρ. γουνάρι Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άρι (Ι). Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1, 634 (ἔκδ. RDawkins) «ἀπάνω εἰς ἕνα βουνάρι ηὕρασι εἴκοσι Σαρακηνούς».
Σημασιολογία
1) Βουνὸν ἔνθ’ ἀν. : Φρ. Τὸ νερὸν πηαίνει βουνάριν (ὡς βουνὸν) Κύπρ. Ἔει τὸ κριθάριν βουνάριν (εἰς μεγάλην ποσότητα) αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουνάριν Χίος Βουνάρι Νίσυρ. Πελοπν. (Μάν.) Χίος Β’νάρ’ Ἴμβρ. Λεσβ. Βουνάριˬα Κάρπ. Λῆμν. Πελοπν. (Λογγ.) 'Ουνάριˬα Κάρπ. Βουνάρκα Κύπρ. Μέσα Βουνάριν Κύπρ. 2) Σωρὸς συνήθως μέγας Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. : Τὰ σύναξεν τσαὶ τά ᾿καμεν βουνάριν Κύπρ. || Φρ. Παιδκιˬὰ βουνάριν (συγκεντρωμένα, μαζωμένα) αὐτόθ. ‖ ᾌσμ. Ταὶ μιˬὰν σπαθκεˬὰν τοῦ χάρισε τοῦ κάουρου ᾿ς τ᾿ ἀφ-φάλιν ταὶ 'τε͜ιὰ χαμαὶ ὁ κάουρος ἔν᾿ νὰ γενῇ βουνάριν Κύπρ. Δείχνει του μιˬὰν εἰς τὸν λαιμὸν ταὶ ρίχνει τον βουνάριν αὐτόθ. Συνών. *βουναριˬά, βούναρος 2, βουνάρωμαν 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA