γεμλεντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεμλεντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρἠμα
Τυπολογία
γεμλεντίζω Βιθυν. Λυκ. (Λιβύσσ.) Προπ. (Πάνορμ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. yemlemek=δολώνω.
Σημασιολογία
Τροφοδοτῶ, δελεάζω, δολώνω τὸ ἄγκιστρον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA