γεμόφεγγα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεμόφεγγα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γεμόφεγγα ἐπίρρ. ἀμάρτ. γιˬομόφεgα Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γεμόφεγγο κατὰ τὰ ἄλλα εἰς -α ἐπιρρ.

Σημασιολογία

᾿Εν σχετικῇ περιόδῳ, καθ’ ἥν εἶναι πλήρης ἡ σελήνη ἔνθ’ ἀν.: Ἦταν ἐκεῖνες τὶς βραδε͜ιὲς γιˬομόφεgα ποὺ νυχτερεύαμε καὶ ξαίναμε μαλλιˬὰ ’ς τ’ ἁλώνι Γαργαλ. ᾽Επηαίναμε ’ς τὸ μοναστήρι μέ τὰ ποδάριˬα. Ἤτανε γιˬομόφεgα τότες καὶ σὄκανε εὐχαρίστηση νὰ πρεβατῇς Κεφαλλ. Τσὶ δουλε͜ιές σου ὄξου ’ς τὸ gάbο δέ bορ’ ’ὰ τζὶ κάμῃς νύχτα, ὄξ’ ἂν εἶναι γιˬομόφεgα καὶ γλέπῃς καλὰ (ὄξ’ ἂν εἶναι=ἐκτὸς ἐὰν εἶναι) αὐτόθ. Ἀντίθ. χασόφεγγα, κατώφεγγα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/