ἀφτούκλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφτούκλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀφτούκλα ἡ, Κρήτ

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀφτὶ διὰ τῆς καταλ. -ούκλα.

Σημασιολογία

Μεγάλο ἀφτί: ᾎσμ. Ἡ πρώτη μ᾽ ἀγαπητικε͜ιὰ ἤτρωε τσοὶ φυλλάες κ’ εἶχε καὶ πόδιˬα στροgυλὰ κιˬ ἀφτοῦκλες, νά, μεγάλες ! (σκωπτικόν.) Ἀντίθ. καὶ συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀφτάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/