ἀργοπορία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοπορία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀργοπορία ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) ἀργοπορίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀργοπόριˬα Παξ. Πελοπν. (Σουδεν.) ἀργε͜ιοπορία Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀργοπορία. Τὸ ἀργε͜ιοπορία κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀργε͜ιῶ, δι᾽ ὅ ἰδ. ἀργῶ.

Σημασιολογία

Ἀργοπόρημα, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Μὲ τὴν ἀργοπορία του ἔχασε τὴ δουλε͜ιά του. Ἡ ἀργοπορία σου μ' ἔκανε κ᾽ ἔφυγα κοιν. Δὲν ἔχει ἀργοπόριˬα, μόνο θ᾿ ἀγναντέψῃς καὶ θὰ φύγῃς (δὲν πρέπει νὰ βραδύνῃς, μόνον κτλ.) Σουδεν. || Φρ. Εὐτάγω ἀργοπορίαν (ἀργοπορῶ, βραδύνω. εὐτάγω=κάμνω) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μανασσ. στ. 4051 (ἔκδ. Βόννης) «τὴν βραδύπλοιαν αὐτῶν και την ἀργοπορίαν».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/