γέμωσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέμωσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέμωσμα τό, γέμωσμαν Κύπρ. γέμωσμα Κύθν. Σῦρ.-Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. γέμουσμα Μακεδ. Σαμοθρ. ’έμωσμα Καππ. (Φάρασ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γίμωσμα Εὔβ. (Βρύσ.) γέμουσμα Μακεδ. Σαμοθρ. γιˬόμουσμα Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. γεμώνω, παρ’ ὃ καὶ γεμώζω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1)Γέμισμα 1, ὃ ἰδ., Εὔβ. (Βρύσ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Φάρασ.) Κύπρ. Μακεδ.- Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ.: Τὸ γέμωσμαν τοῦ νυφ-φικοῦ κρεβ-βαδκιˬοῦ Κύπρ. Ξέρεις τί γίμωσμα κάνουνε τσεῖνες οἱ ἐλιˬές! Βρύσ. 2)Γέμισμα 2, ὃ ἰδ., Θεσσ. 3)Γέμισμα 3, ὃ ἰδ., Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Πρέπει νὰ ρίξῃς λίες βελονˬιὲς ’ς τὴ dαdέα, ’ιˬὰ νὰ ’ενῇ ὡραῖο τὸ φύο μὲ τὸ ’έμωσμα. Ὡραῖες dαdέλες, ὅο gουφὰ ’εμώσματα. 4)Ἡ ἐπίχωσις γῆς, στερεὸν ὑπόβαθρον μεταξύ κατωγείου τῆς οἰκίας καὶ τοῦ στάβλου διὰ τὴν τοποθέτησιν τῆς ἑστίας τοῦ ὑπερκειμένου δωματίου Θρᾴκ. Κύθν. 5)Γέμιση 3, ὃ ἰδ., Σαμοθρ. 6)Ναυτ. ὅρ. κατὰ πληθ., ξύλα τιθέμενα κατὰ παράλληλον μεταξύ των θέσιν εἰς τὴν πρύμνην τοῦ πλοίου Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA