γενάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γενάδα ἡ, Πελοπν. (Γαργαλ. Κόκκιν.) γεν-νάδα Μεγίστ. γινάδα Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Στερελλ. (Σπάρτ.) γενάα Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γένι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
Ἡ γενειὰς ἔνθ’ ἀν.: Ἔχει κάνει μιˬὰ γενάδα σὰ bαππᾶς Γαργαλ. Ἦρθι κ’ ἰκε͜ιὸς οὑ γριβουμούστακους μὶ τ’ γινάδα τ’ κὶ μᾶς ἔδιˬουξι ’ποῦ τοὺ χουράφ’ Σπάρτ. Ἔκαμεμ μιˬὰγ γενάαν, μιˬὰμ μαλ-λίτσαν σὰν τὸν ἄρκον Κύπρ. || ᾌσμ. Ἀφ’ τὴν Πόλη κατηβαίν-νω | καὶ ’ς τὴ Βενετιˬὰ πηγαίν-νω νά ’βρω χτένι δίχ-χαλο, | δίχ-χαλον dριδίχαλ-λο, νὰ χτενίσω τὴγ γεν-νάδαν | dὴμ μεγάλημ μουστακάδα Μεγίστ. Σὰν εἶσι σὺ οὑ Κουσταdῆς, τοὺ πρῶτον μου τ’ ἀδέρφι, ποῦ ’dὰ ξανθά σου τὰ μαλλιˬὰ κ’ ἡ μαύρη σου γινάδα; Μάδυτ. Συνών. γενε͜ιάδα, γένι, μούσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA