ἀργὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργὸς ἐπίθ. κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀργὸ Τσακων. ἀρgὸ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀγρὸς Πόντ. (Κολων. Χαλδ.) ἀργιˬὸς Ρόδ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀργός. Διὰ τὸ ἀργιˬὸς τῆς Ρόδ. πβ. τὰ ὅμοια αὐτόθι ἀμπελουρgιˬός, ἀργιˬάτης, ᾽ργιˬοπορῶ (ἰδ. ἀργοπορῶ) κττ.

Σημασιολογία

Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ μὴ ἐργαζόμενος, ἄεργος σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Κάθομαι-μένω ἀργὸς σύνηθ. || Φρ. Ἀργὰ ’γελάδιˬα (τὰ μὴ προσφέροντα ἐργασίαν ζῷα, τὰ μὴ καματερὰ) Εὔβ. (Στρόπον) || Παροιμ. Ἀργὸς δουλε͜ιὰ δὲν ἔχει, | τὸν κάττη λύ’ καὶ δένει (ὁ ἄεργος κατατρίβει τὸν χρόνον εἰς ἀνωφελῆ ἔργα) Θήρ. Ἀργὸς καθούμενος τὴ μυῖγα ἐκοντάρευε (ἐπὶ τοῦ ἀσχολουμένου εἰς ἀνάξια λόγου πράγματα) Αἴγιν. Ὁ ἀργὸς κάθε μέρα τὸ ἔχει γεˬορτὴ (ὁ ὀκνηρὸς πᾶσαν ἡμέραν εἰς ἑορτὴν μεταβάλλει διὰ νὰ δικαιολογήσῃ τὴν ἀργίαν του. Πβ. τὴν ἀρχ. παρὰ Θεοκρ. 15,26 «ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτὰ») Ἤπ. Ἀργὸς κιˬ ὀκνὸς ζευγάρι (ὁ ἄεργος κατ’ οὐδὲν διαφέρει τοῦ ὀκνηροῦ) Ἑπτάν. β) Ὁ ὑποβεβλημένος εἰς τὴν ποινὴν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀργίας, ἐπὶ ἱερέως καταδικασθέντος ὑπὸ τῆς προϊσταμένης ἀρχῆς εἰς ἀποχὴν ἀπὸ πάσης ἱεροπραξίας κοιν. καὶ Πόντ.: Τὸν ἔκανε ὁ δεσπότης τὸν παππᾶ ἀργό. Ἔγινε-εἶναι ἀργὸς ὁ παππᾶς κοιν. Ἀργὸς πάσης ἱεροπραξίας (ἡ φρ. ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης) πολλαχ. γ) Ἀκίνητος Αἴγιν.: ᾎσμ. Γιˬαλὸ γιˬαλὸ πηγαίναμε | κιˬ ὅλο γιˬὰ σένα λέγαμε, | κάθου ἀργὸ (ὁ τελευταῖος στίχος ἀπαγγέλλεται ρυθμικῶς χωρὶς νὰ ᾄδεται, ἡ δὲ φράσις ἀπευθύνεται πρὸς τὴν κώπην πρὸς παῦσιν τῆς κωπηλασίας). 2) Ὁ βραδὺς ἐν τῇ κινήσει ἢ ἐκτελέσει ἔργου, νωθρὸς κοιν. καὶ Καππ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κολων. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Εἶναι ἀργὸς ’ς τὴ δουλε͜ιά. Καλὸς μάστορας, μὰ ἀργός. Θ’ ἀργήσῃ νά ’ρθη, εἶναι πολὺ ἀργός. ’Αργὸ καράβι-τραῖνο. Ἀργὸ βάδισμα-περπάτημα κοιν. ’Σ σὸ φαεῖν πολλὰ ἀργὸς εἶσαι Τραπ. ’Σ σὴ δουλείαν ἀτ’ ἀργὸς ἔν᾿ Χαλδ. Βαρέα ἀργὸς ἄνθρωπος εἶσαι Ὄφ. ᾽Αργέσσα ἔν᾽ ᾿ς σὴ δουλείαν ἀτ’ ς Τραπ. || Παροιμ. φρ. Τὰ ζῷα μου ἀργὰ (ἡ φρ. λέγεται στερεοτύπως ἐπὶ παντὸς γένους καὶ ἀριθμοῦ, οἷον: αὐτὸς-αὐτὴ-αὐτὸ-αὐτοὶ-αὐτὲς εἶναι τὰ ζῷα μου ἀργὰ καὶ δηλοῖ τὴν διανοητικὴν νωθρότητα, τὴν ἀμβλύνοιαν) πολλαχ. Γλήγοροι ᾿ς τὸ χουλιˬάρι κιˬ ἀργοὶ ’ς τὴ δουλε͜ιὰ (ἐπὶ προθύμων μὲν εἰς τὸ νὰ τρώγουν, βραδέων δὲ εἰς ἐργασίαν) Ἤπ. || ᾎσμ. Σὰν εἶν᾿ ὁ μαῦρος σου γιˬερὸς καὶ παίρν’ σαράντα μίλιˬα, φτάνεις κ᾿ ἐσὺ ᾿ς τὸ γάμο της καὶ ’ς τὴ στεφάνωσί της, κιˬ ἄν εἶν᾽ ὁ μαῦρος σου ἀργός, φτάνεις ᾿ς τὸ σέμπα ξέβα Α.Ρουμελ (Σωζόπ.) –Ποίημ . . . Τὴν κούρβα νὰ χαλάστε, σκληρὸς ἄς εἶν᾿ ὁ χαλασμὸς, ἀργὸς ἂς εἶν᾿ ὁ Χάρως ΚΠαλαμ. Βωμ. 94. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀργοκίνητος. 3) Ὁ μὴ παράγων, ὁ μὴ γεννῶν, ὁ μὴ ἀποδίδων τὸ φυσικόν του προϊόν, ἐπὶ ζῴων, δένδρων, γῆς κττ. Νίσυρ. Πάρ. ἀ.κ.: ᾿Αργὸ πρόβατο (τὸ μὴ ἔχον γάλα) Πάρ. Ἀντίθ. γαλάρι. Ἀργὲς βέργες (αἱ ἄκαρποι παραφυάδες τῆς ἀμπέλου) αὐτόθ. ’Αργὰ ἀμπέλιˬα-χωράφιˬα (ἀκαλλιέργητα, χέρσα) Νίσυρ. 4) Ὁ ἐπαναλαμβανόμενος οὐχὶ συχνάκις ἀλλὰ μετὰ μακρὰ χρονικὰ διαλείμματα, ὁ σπανίως συμβαίνων Θήρ.: Φρ. Τὸ ἀργὸ καὶ χάριν ἔχει (τὸ συχνάκις γινόμενον προξενεῖ κόρον καὶ ἀηδίαν, ἐνῷ τὸ διὰ πολλοῦ χρόνου εἶναι ποθητόν). Β) Οὐσ. 1) Ἡ μὴ ἐργαζομένη μέλισσα, ὁ κηφὴν (ἡ λ. πολλαχοῦ περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ πληθ. ἀργοί, ἐν Παρ. δὲ ὁ πληθ. ἀργὲς κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. μέλισσες) Ἄνδρ. Εὔβ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύθν. Μέγαρ. Νάξ. Νίσυρ. Πάρ. Ρόδ. Σάμ. Σέριφ. Στερελλ. Σῦρ. Τῆν. κ.ἀ.: Φρ. ᾿Ελάλησεν ὁ ἀργε͜ιὸς (ἤρχισαν νὰ βομβοῦν οἱ κηφῆνες, ἤτοι ἔχουν αἱ μέλισσαι καλὴν βοσκὴν καὶ δὲν τοὺς πειράζουν) Ρόδ. || Παροιμ. Οἱ μέ᾽σσις κάν’ν τοὺ μέ᾽ κιˬ οὑ ἀργὸς τοὺ τρώει χαζίρ’κου (ἐπὶ τῶν ἀπολαμβανόντων τοὺς κόπους τῶν ἄλλων) Σάμ. 2) Ὁ ἄκαρπος, ὁ παράσιτος βλαστὸς τῆς ἀμπέλου ἢ ἡ τῶν δένδρων ἄχρηστος παραφυὰς Εὔβ. (Αἰδηψ.) Κάρπ. Ρόδ. Σκόπ. Σύμ. κ.ἀ. Ἀργοὺς ποῦ ’μόλυκεν ἡ κρεββατῖνα ἐφέτος! Σύμ. β) Νεαρὸς βλαστὸς τῆς ἀμπέλου Σύμ.: ᾎσμ. Χρουσὸς ἀργὸς ἐρράισεν ἀπ᾽ ἀσημένιˬον κλῆμα. 3) Ἀγρὸς ἀκαλλιέργητος καὶ χέρσος Καλαβρ (Μπόβ.) Νίσυρ. κ.ἀ. β) Πληθ. ἀργές, αἱ ἐν καιρῷ χειμῶνος ὑπὸ ὑδάτων κατακλυζόμεναι καὶ διὰ τοῦτο μὴ γεωργούμεναι γαῖαι Λυκ. (Λιβύσσ.) 4) Ἡμέρα καθ᾿ ἣν δὲν ἐργάζεταί τις διὰ λόγους θρησκευτικούς, ἡμέρα ἑορτάσιμος Ρόδ.: ᾎσμ. Μιˬὰν Κερεκὴ καὶ μιˬὰν ἀργὴ, μιˬὰν ἀκριβὴν ἡμέρα ἡ κόρη ἐβουλήθηκε ’ς τὴν ἐκκλησιˬὰ νὰ πάῃ. 5) Οὐδ. ἀργό, ἡ ἑσπέρα Μύκ. Συνών. βράδυ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/