γενάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γενάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γενάκι τό, κοιν. γενάτσι Μέγαρ. Πελοπν. (Kάμπος Λακων.) γενάτι Κῶς (Πυλ.) γεν-νάτσι Μεγίστ. γινά’ Θεσσ. (Δομοκ. Τρίκερ.) Μακεδ. (Καταφύγ.) ’ενάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γένι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι. Ὁ τύπ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Τὸ μικρὸν γένειον κοιν.: Ἐκάθοτα ὁ γέρος ’ς τὸ σκαλούνι κ’ ἐχάιˬδευε τὸ γενάκι του Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Παπποῦ μ’, προυχτὲς ψόφ’σι μιˬὰ βιτουλίτσα μὶ τοὺ γινά’ σὰν κὶ σένα (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. (Τρίκερ.)-Μὲ τὰ μακριˬὰ τὰ μαλλιˬὰ ποὺ τοῦ κατεβαίνανε ἕως τὸ σβέρκο, μὲ τὰ γκρίζα γενάκιˬα ποὺ τοῦ πλαισιώνανε τὸ μακρουλό του πρόσωπο Κ. Παρορ., Κόκκιν τράγ., 119. Ἕνας κύριος μὲ ἀσπρόμαυρα γενάκιˬα ἦταν καθισμένος ’ς τὸ βάθος ’ς ἕνα ντιβάνι Γ. Ξενόπ., Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 1, 119. || Φρ. Ὁ ἅγιˬο-Νικόλας τίναξε τὰ γενάτσα του (ἐχιˬόνισε κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Νικολάου) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Τ’ ἄσπρισε ὁ παπποῦς τὰ γενάτσα του (ἐχιˬόνισε) Μέγαρ. || Παροιμ. Ὁ Χριστὸς εὐλόησε bρῶτα τὰ ’ενάκιˬα dου (ἕκαστος ἐνδιαφέρεται πρῶτον διὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἔπειτα διὰ τοὺς ἄλλους) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Αἴνιγμ.: Ἕνα μικρὸ μικρούτσικο | μὲ τὰ γενάκιˬα κάτου (=τὸ κρόμμυον) Στερελλ. (Φτελ.) || ᾎσμ. Κόψε τὰ γενάτιˬα του, παρβέρη, ἴσα με κάτω ταὶ λ-λίο dὸ μουστάτι dου νὰ μὴ gουπ-άζ-ζῃ κάτω (παρβέρη=κουρέα, κουπ-άζ-ζῃ=κλίνῃ, γέρνῃ) Κῶς (Πυλ.) 2)Τὸ φυτὸν ἀσφόδελος ὁ στενόφυλλος (asphodelus tenuifolius) τῆς οἰκογ. τῶν Λειριειδῶν (Liliaceae) Αἴγιν. Συνών. ἀσφόδελος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/