βουνιˬάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνιˬάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βουνιˬάτης ὁ, Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιάτης.
Σημασιολογία
Ὁ ἐπὶ τῶν βουνῶν ζῶν, ὀρεσίβιος. Πβ. βουνήσιˬος, βουνιˬάτικος βουνίτης, βουνιˬώτης, βουνιˬώτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA