ἀναμαζώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαζώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναμαζώνω πολλαχ. ἀνεμαζώνω Ἄνδρ. ’Ιων. (Σμύρν.) Α.Κρήτ. Κύθν. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Σῦρ. κ. ἀ. ᾿νεμαζώνω Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνἀ καὶ τοῦ ρ. μαζώνω.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Συλλέγω ἀπεδῶ καὶ ἀπεκεῖ, περισυλλέγω, περιμαζεύω πολλαχ.: ’Αναμαζώνω τὰ πράματα-τὰ χαρτιˬὰ κττ. Κρήτ. κ. ἀ. ᾿Αναμαζώνω ἀσκέρι (στρατολογῶ) Κρήτ. Εἶdα τά ’θελες τ’ ἀπομαζούδιˬα κ᾿ ἠπάαινες κ᾽ ἐνεμάζωνές τα κ’ ἔφερνές τα ἀπά; (ἀπομαζούδιˬα=τὰ μετὰ τὴν συλλογὴν τῶν καρπῶν ἐκ τῶν δένδρων μένοντα εἰς αὐτὰ ἀπομεινάρια, ἀπά=ἐδῶ) ᾽Απύρανθ. ’Σ αὐτὸ τὸ καφενεῖο ἀνεμαζώνουdαι ὅλ᾿ οἱ τεbέληδες Α.Κρήτ. ǁ Φρ. Γραφὲς ἀναμαζώνει (ἐπὶ τοῦ ἑτοιμοθανάτου, ὅστις τρόπον τινὰ μαζεύει ἐπιστολὰς ἀπὸ τοὺς ζῶντας συγγενεῖς νεκρῶν διὰ νὰ τὰς μεταφέρῃ εἰς’ἐκείνους) Κρήτ. κ. ἀ. ǁ Αἴνιγμ. Πέdε πέdε κουβαλοῦνε, | δεκοχτὼ σφυροκοποῦνε κ᾿ ἡ μάννα ἀναμαζώνει | κιˬ ὁ τσαούσης ξεφορτώνει (ἡ ἐνέργεια τοῦ εἰσάγειν τὴν τροφὴν εἰς τὸ στόμα, τοῦ μασήματος καὶ τῆς καταπόσεως. τσαούσης=ἐπιλοχίας, ἐνωμοτάρχης) Κρήτ. ǁ ᾊσμ. Πότε ν᾽ ἀνέβω τὰ βουνά, λαgάδιˬα νὰ κατέβω, ………………….ν᾿ ἀνεμαζώξω τσοὶ λαοί, ν᾿ ἀρμέξω τσοὶ λαφῖνες, νὰ κάμω ᾿άλα καὶ τυρί, νὰ τόνε ξαρρωστήσω; (λαοὶ=λαγοί, ‘΄αλα=γάλα) Ἀπύρανθ. Τρεῖς μέρες ἀνεμάζωνε ἀδέρφιˬα κιˬ ἀξαδέρφιˬα Α.Κρήτ. ’Ακόμη δὲν ἐψόφησα, μὰ δὰ δὰ π᾿ ᾽ὰ ψοφήσω, ’νεμαζωχτῆτε, bοdικοί, εὐχὴ νὰ σᾶς ἀφήσω (δὰ δὰ π᾿ ᾽ἀ = τώρα δὰ πάω νά. Τὸ ᾂσμ. σκωπτικὸν) αὐτόθ. Τετράδ’ ἐμαζωχτήκασι τςῆ Κρήτης τὰ Ρωμα͜ιάκια, Πέφτ᾽ ἀναμαζωχτήκασι τὰ κατσοbουρμαδάκιˬα (τὰ παλα͜ιοτουρκάκια) Δ.Κρήτ. 2)Διευθετῶ, τακτοποιῶ Κρήτ. Σῦρ.: ’Ανεμαζώνω τὸ σπίτι Κρήτ. Ἀνεμάζωψέ τα Σῦρ.Συνών. ἀναμαζεύω Α2, συγυρίζω. 3)Ἀποσπῶ, ἀπομακρίνω Κρήτ. :. Δὲ σ᾿ ἀνεμαζώνω δὰ πλεˬὸ ἀπὸ τοῦ δεῖνα. 4) Συγκαλῶ Κρήτ.: Ὁ βασιλεˬὰς ἀνεμαζώνει τὴ δωδεκάδα (ἐκ παραμυθ.) 5) ᾿Αναζητῶ τι καὶ λαμβάνω εἰς τὰς χεῖρας Κρήτ.: ᾊσμ. ’Σ τοὺς ἑξήντα χαμηλώνει | καὶ τὴ βέργ᾿ ἀναμαζώνει, ’ς τ᾽ ἕβδομήντα γέρνεται | καὶ κουφοτυφλώνεται (ἐπὶ ἀνθρώπου ὑπερβάντος τὸ ἑξηκοστὸν ἔτος τῆς ἡλικίας). 6) Θησαυρίζω Κρήτ. Κύθηρ.: Αὐτὸς ὅλο ἀναμαζώνει Κρήτ. ǁ Γνωμ. Ὁποὺ κάθεται ζαρώνει κιˬ ὁποὺ τρέχ’ ἀναμαζώνει κιˬ ὁποὺ πέφτει καὶ κοιμᾶται κακορρίζικος λογᾶται Κύθηρ. 7) ᾿Αμτβ. συστέλλομαι, φρίττω Ανδρ Ἀναμαζώναν τὰ πεσιˬά μ᾿ (πετσιά μου). β) Μές. συστέλλομαι, περιορίζομαι Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν (Γέρμ.) κ.ἀ. : Ἀνεμαζώνεται ἀπὸ τὸ φόβο του Γέρμ. Κρυαίνω κιˬ ἀναμαζώνομαι αὐτόθ. Εἶδεν ὅλοι τσοὶ διˬαόλοι μαζωμένοι ἀπουκάτω κ᾽ ἐνεμαζώχτην πλεˬὰ κ’ ἐκεῖνος δ’ ᾿ρημος μέσ᾿ ᾿ς τὸ πετσι’ τοῦ (ἐκ παραμυθ. ὅ ’ρημος = ὁ ἔρημος) ᾿Απύρανθ. Εἶν᾿ ἀνεμαζωμένος σὰ ξάβουρας μέσ᾽ ᾿ς τὸ καβούκι του αὐτόθ. ǁ Γνωμ. ’Αbελικὸς κιˬ ὁ κηπουρὸς δυˬὸ μῆνες ἡ χαρά του κ’ ὕστερα ἀνεμαζώνεται καὶ τρώει τὰ κεριˬά του Κρήτ. Συνών. περιμαζεύομαι (ἰδ. περιμαζεύω), περιμαζώνομαι (ἰδ. περιμαζώνω), συμμαζεύομαι (ἰδ. συμμαζεύω). Β) Μεταφ. 1) Παραλαμβάνω ὑπὸ τὴν προστασίαν μου ἄστεγον καὶ πτωχὸν Λεξ. Πρω Τὸν ἀναμάζωξα ἀπὸ τοὺς δρόμους. 2) Περιορίζω τινὰ Κρήτ.: Ἀναμάζωξε τὰ κωπέλλιˬα σου. Ἀνεμάζωξε τὸ σκύλλο σου νὰ μὴ μᾶσε δακάσῃ. ǁ ᾊσμ. Ἔ κακομοῖρα κουζουλή, πότε θὰ βάλῃς γνῶσι καὶ πο͜ιὸς θανά ’ναι ὁ χανός ποῦ θὰ σ' ἀνεμαζώξῃ; (χανὸς=βλάξ). Μὲ τοῦ πουλλιˬοῦ τὸν ὀμυˬαλὸ μοῦ ἔκαμες τὰ μάγιˬα καὶ δὲν ἀνεμαζώνεται ὁ νοῦς μ᾿ ἀπὸ τὰ πλάγιˬα. Συνών. περιμαζεύω, συμμαζεύω. β) Μέσ. ἐπανέρχομαι οἴκαδε Κρήτ.: Ἀπονωρὶς ἀναμαζώχτηκες ἀπόψε. Πβ. ἀναμαζεύω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/