γεναρᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεναρᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεναρᾶς ὁ, ἀμάρτ. γιναρᾶς Εὔβ. (Στρόπον.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γένι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -αρᾶς.
Σημασιολογία
1)Ὁ ἔχων μεγάλο γένειον. 2)Ἐπὶ γυναικός, ἡ ἔχουσα παρὰ φύσιν τρίχωμα εἰς τὸ πρόσωπον: Πῆρι ’ναῖκα μιˬὰ γιναροῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA