βουνίζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνίζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουνίζομαι Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνό.
Σημασιολογία
Φέρομαι οἱονεὶ ὡς βουνόν, καταλαμβάνομαι ὑπὸ ὁμίχλης καὶ ἄλλων σφοδρῶν καιρικῶν μεταβολῶν: ᾎσμ. Βουνὰ βουνὰ βουνίζεστε, βουνά μου στολιστῆτε, ἐγὼ κιˬ ἄν βρέξῃ πουρπατῶ κιˬ ἂν χαλαζώσῃ τρέχω. Συνών. ἀνταρεύω Β 10, ἀνταρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA