Γενάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Γενάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Γενάρης ὁ, Γιˬανάριˬος Καππ. (Μισθ.) Γιˬανάρης Πελοπν. (Καρδαμ.) Γιˬανάρ’ς Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γιˬανάρη Τσακων. (Χαβουτσ.) Γενάριˬος Ἴος Προπ. (Μαρμαρ.) Πελοπν. (Λάμπ.) Γενάρης κοιν. Γεν-νάρης Κάλυμν. Κίμωλ. Κύπρ. (Πεδουλ.) Κῶς Λειψ. Λέρ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χίος (Πισπιλ. Πυργ.) Γενάρις Ἤπ. (Δρυμᾶδ.) Μύκ. Γενάρ’ς Ἀντίπαρ. Δαρδαν. Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἤπ. (Ξηροβούν. Παραμυθ.) Θεσσ. (Γερακάρ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) Στερελλ. (Ἀράχ. Δεσφ.) Γινάρης Μακεδ. (Νάουσ.) Γινάρ’ς κοιν. βορ. ἰδιωμ. Γενάρη Καλαβρ. (Βουνὶ Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) Γεν-νάρη Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ. Τσολλῖν.) Γενάη Τσακων. (Πραστ.) Κεν-νάρη Ἀπουλ. (Καστριν.) Γιˬονάρ’ς Σκῦρ. Ἐνάρης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐν-νάρης Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Χάλκ. Ἰενάρης Νάξ. (Κινίδ.) Ἀγινάρ’ς Λῆμν. (Πλάκ.).
Χρονολόγηση
Βυζαντινό
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. οὐσ. Γενάρης. Ἡ λ. παρετυμολογηθεῖσα πρὸς τὸ οὐσ. γέννα, διότι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα, παραδίδεται καὶ ὑπὸ τὴν γραφὴν Γεννάρης. Βλ. Σαχλ., Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 466 (ἔκδ. Wagner, σ. 95) «νὰ κάμνω πέτζες νὰ πουλῶ καὶ ν’ ἀγοράζω οἰνάριν, | νὰ πίνω νὰ ζεσταίνωμαι τὸν μῆναν τὸν Γεννάρην». Πβ. Γ.Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 242. Διὰ τὴν ἐκ τοῦ Λατιν. Januarius ἐτυμολογίαν τῆς λ. βλ. Γ.Ψυχάρ., Ρωμαίικ. γραμματ. 2, 274 Μ. Φιλήντ., Γραμματ. 153 Γλωσσογν. 2, 222.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴν Ἰανουάριος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν. Στερνατ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Μισθ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.): Ἦρθε-μπῆκε-πέρασε ὁ Γενάρης κοιν. Θὰ ζέ πλιˬερώσου ’ς τὸ ἔbα τοῦ Γενάρη (’ς τὸ ἔbα=εἰς τὰς ἀρχὰς) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Θά’ ρθῃ ’ς τὰ ἔβγα τ’ Γινάρ’ (εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἰανουαρίου Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Ὁ Ἐνάρης κιˬ ὁ Φλεβάρης εἶν’ ἡ καρδιˬὰ dοῦ χειμῶνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πῶς νὰ ξυπολυθῶ μὲ τόσο κρύγιˬο τώρα τὸ Γενάρη; Ἐρεικ. Τοὺ Γινάρ’ κὶ τοὺ Φιβάρ’ τ’ μάζ’ι τὰ χουράφιˬα γιˬὰ τ’ν ἀ’ξιˬάτ’’ σπουρὰ Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Οἱ πουλλὲς οἱ δ᾽λε͜ιὲς ἀρ’νᾶν ἀποὺ Γιναριˬοῦ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ὁ Γενάρης κάνει μιˬὰ μέρα καλὴ γιˬὰ νὰ γεννήσῃ ἡ πέρδικα (πρὸς δὴλωσιν τῶν Ἀλκυονίδων ἡμερῶν) Θήρ. (Οἴα). Τὸ Γεν-νάρη καὶ τὸ Φλεβάρη καματεύγομε Κίμωλ. Τ’ ἀbέλιˬα τὰ φ’τεύαμε τὸ Γενάριο μῆνα Προπ. (Μαρμαρ.) Τὴν ἐλιˬὰ τὴν ὀργώνουμε καὶ τὴν κλαδεύουμε Γενάρη μῆνα Πελοπν. (Μεγαλόπ.) Ἔμαϊ κάμουντε ὅλε τὸ Γενάη σάτσι (ἐκαματεύαμεν καθ’ ὅλον τὸν Ἰανουάριον φέτος) Πραστ. Καὶ ’ς τὴ Ναξὸ ’ς τὶς εἰκοσιπέντε Γιˬαναρίου, τοῦ ἁγίου Γοργόρ’, παίζισκαν τζουροὺτ (καὶ εἰς τὴν Ἀξὸν εἰς τὰς εἰκοσιπέντε Ἰανουαρίου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἔπαιζαν κονταρομαχίαν) Μισθ. Τὸ γ-Γεν-νάρη σπέρ-ρομε τὸ δ-διμηνίτη Μπόβ. Τὴ μ-πρωτινὴ τοῦ Γεν-ναρίου ἔρκεται ὁ πρεσβύτερο καὶ βλογάει τὰ σπίτιˬα αὐτόθ. Κάθοdαι ’ς τὴ γωνιˬὰ dάλα Ἄγουστο, σάματι λὲς καὶ εἶναι Γενάρης Πελοπν. (Βερεστ.) || Φρ. Πρώτη Γεναριˬοῦ, | καρδιˬὰ τοῦ χειμωνιˬοῦ Ἤπ. (Παραμυθ.) Ὁ Γεν-νάρης ἔν’ τ’ ἀφφάλ-λιν τοῦ σειμῶνα Κύπρ. Δεκέβρης καὶ Γενάρης καρδία τοῦ χειμῶνα Πελοπν. (Λεῦκτρ. Μάν.) Τοῦ Γενάρη τὰ σκοτάδιˬα (ἐπὶ πυκνοῦ σκότους) Πελοπν. (Πλάτσ.) Καὶ τὸ Γενάρη μοῦρες (ἐπὶ ἀκαίρου ἐπιθυμίας) Πελοπν. Ὁ Γενάρης γένιˬα βγάζει (διότι ἔχει δριμὺ ψῦχος) Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Κατ-θὶ τοῦ Γενάρη (ἐπὶ ἀσθενικοῦ παιδίου) Σύμ. Ἐγέλασεν gιˬ ὁ Γεν-νάρης (ἐπὶ τῶν Ἀλκυονίδων ἡμερῶν· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἱλαρήνθη τὸ σκυθρωπὸν πρόσωπόν του) αὐτόθ. Ἔκαμεν gιˬ ὁ Γεν-νάρης ἥλιˬον (ὁμοία τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. Ὁ Δικέβρης κιˬ ὁ Γενάρης κεφαλόμηνες (διότι εὑρίσκονται ὁ εἷς εἰς τὸ τέλος καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους καὶ ἔχουν ἕκαστος τριάκοντα μίαν ἡμέρας) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Γινάρ’ς γαττουμῆνας (διότι κατὰ τὸν Ἰανουάριον εὑρίσκονται εἰς ἔντονον γενετήσιον ὀργασμὸν οἱ γάττοι) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Γαυριˬάζει σὰν τὸ γάττο τὸ Γενάρη (ἐπὶ τοῦ ἐρωτομανοῦς) Πελοπν. (Γορτυν.) || Γνωμ. Ὁ Ἐνάρης δὲ ’εννᾷ | μήτ’ ἀβγὰ μήτε πουλλιˬὰ | μόνου χιˬόνιˬα καὶ νερὰ (διὰ τὸ ἐπικρατοῦν ψῦχος οὔτε αἱ ὄρνιθες γεννοῦν οὔτε ἡ ἐπῴασις τῶν ἀβγῶν εὐδοκιμεῖ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ Κεν-νάρη ποὺ κεν-νᾷ, | ἐκάν-νει χιˬόν-νιˬα ταὶ νερὰ (Ὁ Γενάρης ποὺ γεννᾷ κάμνει χιˬόνιˬα καὶ βροχὰς) Καστριν. Ὁ Γενάρης εἶναι ἄψαρος καὶ ἄγαλος (διότι λόγῳ τοῦ χειμῶνος δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ ἁλιεία καὶ διότι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα καὶ ἑπομένως δὲν ἀμέλγονται) Κρήτ. Γεννάρης γεν-νολοητής, | Φλεβάρης τυροκόμος (κατὰ τὸν ᾿Ιανουάριον γεννοῦν τὰ αἰγοπρόβατα, κατὰ δὲ τὸν Φεβρουάριον παρασκευάζουν οἱ ποιμένες τὸν τυρὸν) Ρόδ. Τοῦ Γενάρη τὸ ζευγάρι | διˬάβολος θὲ νὰ dὸ πάρῃ (ἡ κατὰ τὸν Ἰανουάριον γινομένη σπορὰ δὲν εὐδοκιμεῖ) Ζάκ. Πβ. καὶ Γεωπον. 3, 1, 7 (ἔκδ. Boekh) «τῷ αὐτῷ μηνὶ (Ἰανουαρίῳ) σπείρειν οὐ χρή, διερὰ γὰρ καὶ βαρεῖα οὖσα ἡ γῆ, ἀτμώδης γίνεται καὶ ἔοικεν ἐρίοις ἐξαμμένοις κακῶς». Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τὸ Γενάρη γένιˬα σπέρνεις | καὶ θυμόκουρα θερίζεις (θυμόκουρα=χόρτα μὲ βελονοειδῆ φύλλα, συνών. τῷ προηγουμένῳ) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τὸ Γενάρη οὔτε λαγὸς νὰ μὴ gατουρήσῃ ’ς τὰ σπαρμένα (ἡ κατὰ τὸν Ἰανουάριον βροχὴ εἶναι ἐπιβλαβῆς διὰ τὰ σιτηρά, διότι ἐπιγίγνεται παγετὸς καὶ τὰ καταστρέφει) Πελοπν. (Ἀρεόπ.) Ὁ Γενάη ἔι κικρέ. Μήτε ’αγὸ νὰ μὴν περάῃ τάσου (κικρὲ=πικρός, ’αγὸ=πλαγός, τάσου=μέσα· κατὰ τὸν Ἰανουάριον, ὅτε βλαστάνει ὁ σῖτος, δὲν ἐπιτρέπεται ἡ διέλευσις οὐδὲ λαγοῦ εἰς τὰ χωράφια) Πραστ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τὸ χιˬόνι τὸ Γενάρη εἶναι κοπρία τσαὶ τὸ Μάρτη εἶναι φωτία (ἡ πτῶσις χιόνος κατὰ τὸν Ἰανουάριον εὐνοεῖ τὰ σιτηρά, ἐνῷ κατὰ τὸν Μάρτιον καταστρέφει αὐτὰ) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Γενάρη μῆνα κλάδευε, | φεgάρι μὴ gζετάζῃς (ὁ Ἰανουάριος θεωρεῖται ὁ καταλληλότερος μὴν διὰ τὸ κλάδευμα) Πελοπν. (Λεῦκτρ. Πλάτσ. Οἴτυλ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Γενάρη τσαὶ Φλεβάρη φύτευε καταβολάδες Πέλοπν. (Σαηδόν.) Χιˬόνισ’, ἔβρεξ’ ὁ Γενάρης; | Ὅλ’ οἱ μύλοι μας θ᾿ ἀλέθουν (αἱ τοιαῦται καιρικαὶ συνθῆκαι εὐνοοῦν τὰ σιτηρὰ) Μῆλ. Καλὴ βαδκε͜ιὰ τὸν Ἄουστον τσαὶ γέν-να τὸν Γεν-νάρην (βαδκε͜ιὰ=βατειά, ὀχεία· ἐπὶ τοῦ γινομένου εἰς τὸν ἁρμόζοντα χρόνον) Κύπρ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τὸγ Γεν-νάρη gόψε κλῆμα | καὶ τὸν Ἄουστον σταφύλ-λdι (κάθε ἐργασία εἰς τὸν κατάλληλον χρόνον) Ρόδ. Κόττα, πίττα τὸ Γενάρη | καὶ παπὶ τὸν Ἁλωνάρη (ἡ βρῶσις ἑκάστου πράγματος πρέπει νὰ γίνεται τὸν κατάλληλον χρόνον) Πελοπν. (Γέρμ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Ὁ Γεν-νάρης γεν-νᾷ τ’ ἀπογεν-νᾷ (διὰ τὸ ἄστατον τοῦ καιροῦ κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον) Κύπρ. Ὁ ἥλιˬος τοῦ Γεν-νάρη ταὶ τὰ λόγιˬα τῆς πολιτιτζῆς ’ὲν ἔχουν πίστιν (πολιτιτζῆς=πόρνης· διὰ τὸ ἄστατον τοῦ καιροῦ κατὰ τὸν Ἰανουάριον καὶ τὸ ἄστατον τοῦ χαρακτῆρος τῆς πόρνης) αὐτόθ. Ἡ χήρα κιˬ ὁ Γενάρης ὅ,τι θέλει κάνει (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ἐλευθερίαν εἰς τὰς πράξεις του) Πελοπν. (Λακων.) Ὁ Γενάρης γένιˬα βγάνει | καὶ μουστάκιˬα ξεκολώνει τὰ μικρὰ παιδιˬὰ ζαρώνει, | γέρους τοὺς ἀναπαρώνει (ἀναπαρώνει=θανατώνει· ἐκ τοῦ ἰσχυροῦ ψύχους ὑφίσταται βλαπτικὴν ἐπίδρασιν τὸ σῶμα καὶ ἐνίοτε ἐπέρχεται καὶ ὁ θάνατος) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ὁ Γεν-νάρης κιˬ ἂ γεν-νᾷ, | τοῦ καλοκαιριˬοῦ μηνᾷ (διότι βαίνομεν πρὸς τὴν ἄνοιξιν) Λειψ. Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. Τοῦ Γεν-νάρη τὸ φεγγάριμ | παρὰ λίομ μέραμ μνο͜ιάζ-ζει (διὰ τὴν κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον λαμπρότητα τῆς σελήνης) Χίος (Πισπιλ.) Τὸ γνωμ. ἐν παραλλαγαῖς καὶ ἀλλαχ. || ᾌσμ. Οἱ μέρες νά ’ναι τοῦ Μαγιˬοῦ κ’ οἱ νύχτες τοῦ Γενάρη νὰ σὲ χορτάσω φίλημα, νὰ σὲ χορτάσω χάδι Πελοπν. (Ἀνώγ.) Γεν-νάρη, γέν-να τοῦ Χριστοῦ καὶ φώτιση τοῦ κόσμου, Φλεβάρη, βλέβες μ’ ἄν-νοιξε ’ς τὶς βλέβες τῶβ βυdζιˬῶμ μου Τῆλ. Ἀρχιμηνιˬὰ κιˬ ἀρχιχρονιˬὰ κιˬ ἀρχὴ τοῦ Γεναρίου, πρῶτα γεννιˬέτι οὑ Χριστὸς κ’ ὕστερ’ ἅγιˬους Βασίλης Λῆμν. (Πλάκ.) Φεgάριμ μου τοῦ Ἐν-ναριˬοῦ ἀπού ’σαι καλοῦ φέgου, μῆλομ μου κατακότσινο, οἱ νέοι σέ νdζηλεύγου Κάρπαθ. (Ἔλυμπ.) Συνών. γαττόμηνας, καλαντάρης, μισοχείμωνος. 2) Ὁ μελαγχολικὸς καὶ δύστροπος ἄνθρωπος Κεφαλλ. Κύπρ.: Φρ. Εἶναι ἕνας Γενάρης (ἰδιότροπος ἄνθρωπος) Κεφαλλ. Ἔν’ Γεν-νάρης (ἐπὶ ἀνθρώπου, εἶναι σκυθρωπὸς) Κύπρ. 3) Ὁ βοῦς ὁ κατὰ τὸν Ἰανουάριον μῆνα γεννηθεὶς Ἡράκλ. Ἤπ. (Κούρεντ. Πέρδικ). Ἡ λ. καὶ ὡς ὄν. Θήρ. Σέριφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA