βουνίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουνίζω ἀμάρτ. βουιˬνίζου Μακεδ.(Κοζ͵) β’νίζου Θεσσ. Μακεδ. (Βέρ. Σιάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βουνιˬά.
Σημασιολογία
Βουνιˬάζω 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ἀν. : Βουιˬνίζ’ τ᾿ ἄλουγου Κοζ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA