γεναριˬάτικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεναριˬάτικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γεναριˬάτικα ἐπίρρ. Κέρκ. Πελοπν. (Γαργαλ.).-Σ. Δάφνης, Ν.Ἑστ. 25 (1939), 376 γεναργιˬάτικα Ἐρεικ. γεναιριάτικα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γιναριˬάτ’κα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’εναριˬάτικα Νάξ. (Ἀπύρανθ.).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γεναριˬάτικος.
Σημασιολογία
Κατὰ τὸν μῆνα Ἰανουάριον ἔνθ’ ἀν.: Ἀνθίσανε οὕλες οἱ μυγδαλιˬὲς γεναριˬάτικα κ’ ἔρριξε χιˬόνι καὶ τὶς ξέρανε Γαργαλ. Γεναιριάτικα δὲ dαξιδεύει κἀένας μὲ τό παπόρι Κίτ. Μάν. Μωρή, μὰ ’εναριˬάτικα θὰ σηκωθῇς μέσ ’ς τὴ gαρδιˬὰ τοῦ χειμῶνα νὰ πᾷς ’ς τὴν Ἀθῆνα; Ἀπύρανθ. Γιναριˬάτ’κα δὲ bααίνου Αἰτωλ.-Καὶ νὰ ποὺ τὴ δεύτερη χρονιˬά, γεναριˬάτικα, στολίστηκε μὲ τ’ ἄνθιˬα της ἡ μυγδαλίτσα Σ.Δάφνης, ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA