ἀργοσάλευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοσάλευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀργοσάλευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) κ.ἀ. -ΠΒλαστοῦ Κριτικ. ταξίδ. 13 ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 62 ἀγροσάλευτος Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργοσαλεύω.
Σημασιολογία
Ὁ κινούμενος ἀργά, βραδυκίνητος ἔνθ᾿ ἀν.: Βάρκες ἀργοσάλευτες ΠΒλαστὸς ἔνθ’ ἀν. Ἀργοσάλευτη καμπάνα ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Σὰν ἀτὸν ἀγροσάλευτον ἄθρωπον ᾽ς σὸν κόσμον ἀπάνου ᾽κ᾽ εἶδα Οἰν. Συνών. καὶ ἀντίθ. ἰδ. ἐν λ. ἀργοκίνητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA