ἀναμαζωχτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναμαζωχτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀναμαζωχτὸς ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναμαζώνω.

Σημασιολογία

Ὁ συλλεγόμενος ἀπὸ τῆς γῆς, ἐπὶ καρπῶν: Ἐλα͜ιές ἀναμαζωχτὲς (αἱ οὐχὶ διὰ ραβδισμοῦ, άλλ’ αὐτομάτως πίπτουσαι καὶ κατόπιν συλλεγόμεναι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/