ἀργοσβήνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοσβήνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργοσβήνω σύνηθ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. σβήνω.
Σημασιολογία
1) Σβήνομαι βραδέως: ᾽Αργοσβήνει ἡ φωτιˬὰ-τὸ καντήλι σύνηθ. Ἀργοσβήνουνε τ᾿ ἀστέριˬα τὴν αὐγὴ. Λεξ. Δημητρ. || Φρ. Ἀργοσβήνουν τὰ μάτιˬα του (ὅταν ἀρχίζῃ τις νὰ κοιμᾶται ἢ νὰ ψυχορραγῇ) σύνηθ. 2) Τήκομαι, φθίνω σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἀργοσβήνει ἀπὸ τὸ χτικιˬό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA