γεναρίτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεναρίτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γεναρίτικος ἐπίθ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. Γενάρης καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίτικος.

Σημασιολογία

Γεναριˬάτικος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Γεναρίτικο σκοτάδι (πυκνὸν σκότος) Ἀρεόπ. Γεναρίτικη νύχτα (νὺξ μακρὰ καὶ λίαν σκοτεινὴ) Κίτ. Γεναρίτικο φεgάρι (ἡ λίαν λαμπρὰ σελήνη) αὐτόθ. || Φρ. Ἔναι σὰ γεναρίτικη νύχτα (δι’ ἄνθρωπον σύνοφρυν καὶ στενοχωρημένον) αὐτόθ. || Γνωμ. Γεναρίτικο φεgάρι παρὰ λίγο σὰν ἡμέρα (διὰ τὴν λαμπρότητα τῆς σελήνης κατὰ τὸν ᾿Ιανουάριον μῆνα) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/