ἀφτουλλιˬάζομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτουλλιˬάζομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀφτουλλιˬάζομαι (Ἑστία 8, 831).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀφτούλλι.
Σημασιολογία
Ἀφτιˬάζω 1, ὃ ἰδ.: ᾎσμ. Τότε τῆς λύπης τὸ πουλλὶ τότε τὴν τρῦπα ἀφίνει καὶ σὲ τραγούδι νεκρικὸ τοὺς στεναγμούς του χύνει, ἀρχίζει κοῦ, ἀφτουλλιˬάζεται, δεύτερο κοῦ φωνάζει, κοῦ ξαναλέει κιˬ ἀκούοντας κοῦ ἠ λαγκαδιˬὰ ἀνακράζει.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA