γεναροκαβαλλικεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεναροκαβαλλικεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γεναροκαβαλλικεύω ἀμάρτ. γεν-ναροκαβαλ-λdικεύω Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. Γενάρης καὶ τοῦ ρ. καβαλλικεύω.

Σημασιολογία

Χρησιμοποιῶ κατὰ τὸν Ἰανουάριον τὰ ὑποζύγια δι’ ἱππασίαν Γνωμ. Αὐγουστοτάιζε, γεν-ναροκαβαλ-λdήκα (τὰ ὑποζύγια πρέπει νὰ τρέφωνται καλῶς πρὸ τοῦ χειμῶνος, διὰ νὰ εἶναι κατ’ αὐτὸν ἀκμαῖα πρὸς ἐργασίαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/