ἀφτούρητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφτούρητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφτούρητος ἐπίθ. Εὔβ. (Αἰδηψ.) ἀφτούρ’τους Ἤπ. ( Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἀνεφτούρητος Ἤπ. ἀνιφτούρ’τους Ἤπ. ἀφτούριστος Μέγαρ. ἀφτούριγος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ.) ἀφτούρ’γους Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκτοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φτουρητὸς < φτουρῶ.
Σημασιολογία
1) Ὁ ταχέως δαπανώμενος, ἐπὶ τροφίμων ἔνθ’ ἀν.: ψωμὶ ἀφτούριστο Μέγαρ. 2) Ὁ ταχέως φθειρόμενος Μέγαρ.: Παννὶ ἀφτούριστο. 3) Ἀφτουραμάλλιˬαστος, ὃ ἰδ., Ἤπ.: Νὰ σ’ πέσουν τὰ χέριˬα, νικρὸ κιˬ ἀφτούρ’γου! (ἀρά). Πβ. ἄφτουρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA