Γεναροφλέβαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Γεναροφλέβαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

Γεναροφλέβαρο τό, Πελοπν. (Οἴτυλ. Λεῦκτρ.) Πληθ. Γεναροφλέβαρα Κρήτ. (Σέλιν.) Πελοπν. (Ἀρεόπ. Γέρμ. Κάμπος Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. Γενάρης καὶ Φλεβάρης.

Σημασιολογία

Ἡ χρονικὴ περίοδος τῶν δύο μηνῶν Ἰανουαρίου καὶ Φεβρουαρίου ἔνθ’ ἀν.: Θὰ ’ρθοῦνε τὰ Γεναροφλέβαρα καὶ θὰ δῇς τὸ κρύο Γέρμ. Τὰ Γεναροφλέβαρα ἔγινε ὁ κλάδος Κάμπος Λακων. Μάν. || ᾎσμ. Τὸ Μάη πάει ’ς τὰ κουκκιˬά, τὸν Ἄουστο ’ς τ’ ἀbέλι καὶ τὰ Γεναροφλέβαρα ’ς τὶς τρύπες bαινοβγαίνει (ἐνν. ὁ ἄρκαλος, ὁ ἀσβὸς) Σέλιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/