ἄφτρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφτρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἄφτρα ἡ, σύνηθ. ἄφτριγιˬα Βιθυν. ἕφτριˬα Σύμ. ἄθρα Κρήτ. νάφτρα Εὔβ. (Κάρυστ.) Κέως Σάμ. ἄφτρος ὁ, Λεξ. Δημητρ. (λ. ἄφθα) ἄφτρο τό, Κύθηρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἄφθρα, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἄφθα. Τὸ νάφθα, ὅπερ καὶ παρὰ Δουκ.,͵ ἐκ τῆς συνεκφορᾶς τοῦ ἄρθρου κατ᾿ αἰτ. τὴν ἄφτρα, ὅθεν τὴ νάφτρα. Πβ. ἀφαλός.

Σημασιολογία

1) Ἔλκωσις τοῦ στόματος ἢ τῆς γλώσσης τῶν βρεφῶν σύνηθ.: Ἔβγαλε τὸ μωρὸ ἄφτρες. Γέμισε τὸ στόμα ἀπὸ ἄφτρες σύνηθ. || Ἐπῳδ. Σήμερο ἄστρα κιˬ ἄφτρα, αὔριο οὔτε ἄστρα οὔτε ἄφτρα Σῦρ. Σβήν’ ἡ δαύλα ᾿ς τὸ νερό, | σβήν’ ἡ ἄφτρα ᾿ς τὸ λαιμό Πελοπν. (Μάν.) 2) Φλόγωσις, ἔξαψις Θήρ.: Ἔχω ἄφτρα ᾿ς τὰ μοῦτρα. 3) Ἰσχυρὸς πυρετὸς Θήρ. Θρᾴκ. Λέσβ. Μακεδ. (Μελέν.) Σκῦρ.: Ἄφτρα καὶ λαύρα Θρᾴκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/