ἅφτρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἅφτρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἅφτρα ἡ. Α.Ρουμελ. (Καρ. Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Λέσβ. Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.) ἄφτριˬα Θρᾴκ. (Γέν. Σιρέντζ. Σκοπ.) ἅφτριγιˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ἄφτιργιˬα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἅπτρα = ἡ τοῦ λύχνου θρυαλλίς.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἔναυσμα τὸ ὁποῖον ἀνάπτει διὰ τοῦ σπινθῆρος τοῦ πυρίτου λίθου Πελοπν. (Λακων.): Φρ. Πιˬάνει μὲ τὴν ἅφτρα (ἐπὶ τοῦ εὐκόλως ἐξαπτομένου ἢ τῆς ἀμέσως συλλαμβανούσης γυναικός). β) Προσάναμμα οἱονδήποτε Θρᾴκ. Λέσβ. Πελοπν. (Λακων.) Συνών. ἀνακάρωμα 1, ἀναλαμπὴ 5, ἀναλαμπίδι, ἄναμμα 4, ἁφτρίδι 2, ἁφτρίν 2, προσάναμμα, προσαψίδι, συνάναμμα. 2) Καπνοδόχος Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σιρέντζ. Σκοπ.) Προπ. (᾿Αρτάκ. Πάνορμ.): Παροιμ. 'Πὲ κάθε ἃφτριγιˬα ’π’ ἕνα ’π’ ἕνα λογιˬῶ καπνὸς βγαί’ (κάθε σπίτι, κάθε οἰκογένεια ἔχει τὰ βάσανά της) Σαρεκκλ. 3) Ἑστία Α.Ρουμελ. (Καρ. Φιλιππούπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA