ἀναμαλλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμαλλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμαλλίδα ἡ, Ζάκ Πελοπν. (Τρίκκ. Τριφυλ.) κ. ἀ. ΣΘεοχάρ. Ἐμπορευματολ. 1,74
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀνάμαλλος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ίδα.
Σημασιολογία
1) Χνοῦς ὑφάσματος ἢ βομβυκίου μεταξοσκώληκος Πελοπν. (Τριφυλ.)-ΣΘεοχάρ. ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ροῦχο αὐτὸ ἔχει ἀναμαλλίδα Τριφυλ. «Διὰ νὰ γίνουν ἐμπορεύσιμα τὰ κουκούλλια ἀνάγκη νὰ ἀφαιρεθῇ ἀπ᾿ αὐτὰ ἡ γύροθεν ἀναμαλλίδα ΣΘεοχάρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀναμαλλάδα, χνούδι. 2) Αἱ ἐπὶ τοῦ τραχήλου πρὸς τὴν ὠμοπλάτην ἀπομένουσαι τρίχες τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὴν κουρὰν τῆς κεφαλῆς Ζακ. 3) Αἱ πρῶται εἰς τὰς παρειὰς καὶ τὸν πώγωνα νέων φυόμεναι τρίχες, ἴουλοι Πελοπν.(Τρίκκ.) Συνών. ἀναμαλλήθρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA