ἀνάμαλλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάμαλλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνάμαλλος ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 9 καὶ 104, Μεγάλ. χρόν. 122-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. μαλλί. Περὶ τῆς σημ. τοῦ α΄ συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Αθηνᾴ 20 (1908) 578.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων τὴν κόμην ἀτημέλητον, ἄνω κάτω ἕνθ᾿ ἀν.: Πῆγα καὶ χάιδεψα τοῦ παιδιοῦ τ’ άνάμαλλο ξανθὸ κεφάλι ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 9 Φάνηκε ἡ βασίλισσα τρεχάτη, ἀνάμαλλη μὲ τοίς δοῦλες καὶ τοὶς βάγιˬες αὐτόθ. 104. ᾿Ορθός τινάχτηκε σὰ παλληκάρι, ἀνάλλαγος, ἀνάμαλλος ζώστηκε τὸ σπαθὶ ΓΒλαχογιάνν. Μεγάλ. χρόν. 122. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναμαλλιˬάρις 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA