βουνοπορε͜ιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνοπορε͜ιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουνοπορε͜ιὰ ἡ, Λεξ. Βλαστ. 372 Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βουνὸ καὶ πορε͜ιά.

Σημασιολογία

Ὀρεινὴ διάβασις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/