βουνόπουλλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνόπουλλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουνόπουλλο (Ι) τό, Λεξ. Βλαστ. 371 καὶ 427. βουνόπον Πόντ. (Τραπ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βουνόπουλλον, ὅπερ ἀπὸ τὸ οὐσ. βουνὸν καὶ τὴν κατάλ. -πουλλον. Πβ. Χρον. Μορ.
Σημασιολογία
Η στίχ. 2804 (ἔκδ. JSchmitt) «ὁκάτι ἕνα βουνόπουλλον, τραχώνι γὰρ μὲ σπήλαιον. Τὸ βουνόπον διὰ τοῦ ἀμαρτ. μεταβατικοῦ τύπ. βουνόπ’λλον. Μικρόν, χαμηλὸν βουνόν. Συνών ἰδ. ἐν λ. βουνάκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA