βουνοσειρὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουνοσειρὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βουνοσειρὰ ἡ, Μποὲμ’Αγριολούλ. 20 ΓΨυχάρ. Ἁγν.2 85 καὶ 161-Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ καὶ σειρά.

Σημασιολογία

Σειρὰ βουνῶν,ὀροσειρά. Συνών. *βουναρε͜ιό, βουναρικὸ (ἰδ. βουναρικὸς 2).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/