γενεραλᾶτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενεραλᾶτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γενεραλᾶτο τό, Λεξ. Βάιγ. γκενεραλᾶτο Παξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Ἑνετ. generalato=διοικητήριον. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Τὸ διοικητήριον Παξ.-Λεξ. Βάιγ. 2)Τὸ ἀξίωμα τοῦ γενεράλη Παξ. 3) Οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ἀνωτάτην ἀρχήν Παξ.: Κατέβηκε ’ς τὸ χωριˬὸ ὅλο τὸ γκενεραλᾶτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA