γενεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γενεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γενεύω Πελοπν. (Λάστ.) γινεύου Θρᾴκ. (Καλαμ. Λούπιδ.) Ἴμβρ. Σαμοθρ. γενεύομαι Σκῦρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γένος ἢ γενεά. Κατὰ Γ.Χατζιδ., Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 15-17 (1921), 49 πιθανὸν ἐκ τοῦ ρ. συγγενεύω κατ’ ἀποκοπὴν τῆς προθέσεως. Πβ. τὰ στομώνω ἐκ τοῦ ἀποστομώνω καὶ τὸ παρ’ Ὁμ. Θ 402 γυιόω ἐκ τοῦ ἀπογυιόω.
Σημασιολογία
Συγγενεύω ἔνθ’ ἀν.: Ἰκεῖνους ποὺ ἔκαμι πιδὶ γινεύ’ πλε͜ιότιρου (ὁ ἀποκτήσας τέκνον ἐπαυξάνει τὸν δεσμόν του μὲ τοὺς ἐξ ἀγχιστείας συγγενεῖς) Καλαμ. Γινεύουντι μὲ τοῦ Βασί’ (εἶναι συγγενεῖς) Λούπιδ. Ἀ΄ σὶ δώσουμ’ d’ ἀξαδέρφ’ μας νὰ γινέψουμι (θὰ σοῦ δώσωμεν ὡς σύζυγον τὴν ἐξαδέλφην μας καὶ θὰ γίνωμεν συγγενεῖς) Σαμοθρ. Θὰ γινέψουμι Ἴμβρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA