βουνούλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουνούλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βουνούλλι τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. 129-Λεξ. Βλαστ. 371 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. ἐκ τοῦ οὐσ. βουνὶ ἢ βουνὸ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούλλι.
Σημασιολογία
Βουνάκι, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA