ἀργούτσικα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργούτσικα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀργούτσικα ἐπίρρ. πολλαχ. ἀργε͜ιούτσικα Στερελλ. (᾽Αράχ.) ταργούτσικα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούτσικα.
Σημασιολογία
1) Ὀλίγον ἀργά, κἄπως ἀργὰ πολλαχ: ᾿Εχτὲ βραδὺ ἦτον ἀργούτσικα πὀστρέφουμου ᾿ς τὸ σπίτι μου (ποῦ ἐπέστρεφα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἀργε͜ιούτσικα ἦρθες Ἀράχ. || ᾎσμ. Τώρᾳ τ᾽ ἀργὰ τ᾽ ἀργούτσικα, τώρᾳ τοὺ μισουνύχτι, τώρᾳ νυχτώνοιν τά-ι-βουνὰ κ’ οἱ κάμποι γαλαζώνουν Μακεδ. (Σίτοβ.) -Ποίημ. Καμαροβεργολυγερή, περδικοπερπατοῦσα, ποῦ πάς τ᾽ ἀργὰ τ᾽ ἀργούτσικα, τώρᾳ τὸ βράδυ βράδυ; ΣΜατσούκ. Γλυκοχαράμ. 11. Συνών. ἀργουλλά. 2) Ἀμελῶς πως, νωθρῶς πως, βραδέως Λεξ. Δημητρ.: Δουλεύει ἀργούτσικα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA