ἀφύλλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφύλλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφύλλιαστος ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 135 - Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φυλλιˬαστὸς<φυλλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων φύλλα ἔνθ’ ἀν.: Δέντρο ἀφύλλιˬαστο ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἄφυλλος, ἀφύλλωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA