ἀργοχαράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργοχαράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀργοχαράζω ΧΧρηστοβασ. Διαγων. 26.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὰ καὶ τοῦ ρ. χαράζω.

Σημασιολογία

Μόλις ἀρχίζω νὰ ἀνατέλλω, ὑποφώσκω: Ἀρχινούσανε νὰ σβηˬοῦνται ἕνα ἕνα τ᾿ ἀστέριˬα ᾿ς τὸν οὐρανὸ κιˬ ἀργοχάραζε ἡ αὐγούλλα γελαστὴ καὶ χαρούμενη πίσω ἀπὸ τὸ βουνό.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/