ἀργοχώνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργοχώνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀργοχώνευτος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) ἀργουχώνιφτους Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀργὸς καὶ τοῦ ρ. χωνεύω.
Σημασιολογία
Ὁ δυσκόλως χωνευόμενος, δύσπεπτος Πόντ. (Οἰν.): Φαεῖν ἀργοχώνευτον. Ἐνεργ. ὁ βραδεῖαν ἔχων τὴν πέψιν, ὁ βραδέως χωνεύων τὴν τροφὴν Θρᾴκ. (Αἶν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA