ἀργυραλυσιδάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυραλυσιδάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυραλυσιδάκι τό, Ἴος

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀργυραλύσιδο.

Σημασιολογία

Μικρὰ ἀργυρᾶ ἅλυσις: ᾎσμ. Ἀργυραλυσιδάκι μου ἀπὸ τὴ Βενετία, ὅταν θ᾽ ἀργήσῃς νά ’ρχεσαι, λέγε μου τὴν αἰτία.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/