ἀνάμεσον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάμεσον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀνάμεσον ἐπιρρ.Πόντ.(Κερασ.)Σύμ.κ.ἀ.-(Ἑβδομ. 6 φύλλ. 10,7)- Λεξ. Ἠπίτ. (λ. ἀνάμεσος) ἀνάμεσο Ἄνδρ. (Κόρθ.) Δαρδαν. Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) Σιφν Σύμ. Σῦρ Τῆν κ. ἀ. -ΔΣολωμ 56 ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ 45- (Ἑβδομαδ. Τύπ 2 Αὐγούστου 1934) ἀναμεσὸν ᾿΄Ηπ. Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ. ἀ.) Ροδ. Χίος κ. ἀ. ἀναμεσὸ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἀναμισὸ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀνάμεσος Κρήτ. Πόντ. (Κερασ.) ἀναμεσοῦ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀναμισοῦ Θρᾴκ. (Κομοτ.) ’ναμεσὸ Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀνάμεσον, ὃ ἐκ τοῦ ὡσαύτως μεσν. ἀναμέσον, τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ μεταγν. ἀνὰ μέσον. Πβ. Π. Δ. (Γένεσ. 3,15) «καὶ ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γυναικὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου». Καὶ ὁ μὲν ὑπερβιβασμὸς τοῦ τόνου κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀνάμεσα, ὁ δὲ ὑποβιβασμὸς ἐκ τοῦ ἀνάμεσον ἕνεκα τῆς ἐγκλίσεως τῶν ἐπιφερομένων προσωπικῶν ἀντων. ἀνάμεσόν μας-σας κττ., καθ’ ἣν ὸ βαθμηδὸν ἐνισχυθεὶς δεύτερος τόνος ἐξέβαλε τὸν πρῶτον. Καὶ ὁ τύπ. ἀναμεσὸν μεσν. Τὸ ἀναμεσοῦ κατὰ τὰ ἄλλα εἰς -οῦ τοπικὰ ἐπιρρ., οἷον ἀλλοῦ, αὐτοῦ κττ. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν ᾿Αθηνᾴ 29 (1917) Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 137.
Σημασιολογία
1) Μεταξὺ 'Ηπ. Πελοπν (Καλάβρυτ.) Πόντ (Τραπ.) Τῆν. κ.ἀ.-(Ἐβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ἀν.)-Λεξ.Ἠπίτ.: Ἄναμεσοῦ ᾿ς σὰ δύο δεντρὰ Τραπ. Γύρισε ψηλὰ τά κουρασμένα μάτιˬα του πρὸς τ’ ἀστεράκιˬα τ᾿ οὐρανοῦ καὶ θέλησε ἀνάμεσό τους ἢ πίσωθέ τους νὰ βρῇ ἀποκκούμπι καὶ παρηγοριˬὰ (Ἐβδομαδ. Τύπ. ἔνθ’ ἀν.) Ἀναμεσοῦ μας τιδἑν ᾿κ’ ἐχωρεῖ (μεταξύ μας δὲν χωρεῖ παρεξήγησις) Τραπ. Ὅγο͜ιος ἔ᾽κτ’νἀ θὰ ᾽ψωθῇ ἕνα βασίλειο ἀνάμεσό μας (ὁ ἔχων ζῷα θὰ ἀρθῇ οἰκονομικῶς μεταξὺ ἡμῶν) Τῆν. ‖ ᾊσμ. Διδάσκαλε, ἃν ἤσουνε ἐδῶ ἀναμεσόν μας, ἐμεῖς δὲ θὰ ἐχάναμε τὸ φίλο ἀδελφό μας Ἤπ. Ἡ σημ. καἱ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ Ρ στ. 3474 «ἐξ αὐτὴν τὴν συμπεθερίαν ἐπλήθυνεν ἡ ἀγάπη | ἀνάμεσον τοῦ πρίγκιπος κ᾽ ἐκείνου τοῦ δεσπότου» καὶ Μαχαιρ. 1,576 (ἔκδ. RDawkins) «παραῦτα ὁ παμπόνηρος διάβολος ἐπῆρεν μῖσος ἀναμεσὸν νύμφης καὶ πεθ-θερᾶς». β) Μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων. πρὸς ἀλλήλους, ἐν ἀλλήλοις ᾿Ανδρ. (Κόρθ.) Δαρδαν. Ἤπ. Θρᾴκ. (Κομοτ. Μάδυτ.) Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ. ἀ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Ροδ. Σίφν. Σύμ Σῦρ. Τῆν. Χίος κ. ἀ. -ΔΣολωμ ἔνθ’ ἀν. ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. -Λεξ.’Ηπίτ.: Ἔχουνε ἀγάπη ἀνάμεσό τους Κέρκ. ᾿Εξυλοκοπηθήκανε ἀνάμεσό τους Κεφαλλ. Γιˬατρεύοdαι ἀνάμεσό τους αὐτοθ. Τὰ ἐμοίρασαν ἀνάμεσόν των Λεξ. ’Ηπίτ. Ἔλεγαν τὰ παιδιˬὰ ἀναμεσόν των Χίος Εἶπαν ἀνάμεσο τ᾿ς Δαρδαν. Ἀναμεσόν τως ἐκάμαν ὅ,τι ἐκάμαν Ροδ. Σήμερα θὰ σμίξωμε ἀνάμεσό μας Κόρθ. ᾽Ανάμεσό μας ἔπληρώσαμε (ἀναμεταξύ μας κατεβάλομεν τὴν δαπάνην) Σίφν. Ἀναμεσόν μας ἒν ἔχουμε dίποτε Σύμ. Δυˬὸ γειτόνοι ἔχουνε κἄπο͜ια διαφορά ᾿ναμεσό τους καὶ κοντραστάρουνε ’Αργυρᾶδ. Φτωχοὶ ἀνθρῶποι, ἥμεροι κιˬ ἀγαθοὶ κιˬ ἀγαπημένοι ἀνάμεσό τους ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. Ἀνάμεσον μουν τιδέν ᾿κ᾽ἔχουμε (δὲν ἔχομε τίποτε, ἤτοι οὐδεμίαν διαφορὰν ἔχομεν) Κερασ. ‖ Ποιημ. Βγαίνει ἀνάμεσα ’ς τοὺς κρότους | τῶν γενναίων ποῦ [τὴν παινοῦν καὶ κοιτοῦνται ἀνάμεσό τους | γιˬὰ τὸ θαῦμα ποῦ θωροῦν ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν κώδικι τοῦ 17ου αἰῶνος ἐν Λαογρ. 9,356 «τὸν πόθον ὁποὺ ἔχομεν ἀνάμεσόν μας». γ) Μετὰ τῶν προσωπικῶν ἀντων. μου, σου κτλ καθ’ ἑαυτὸν (Ἐβδομ. ἔνθ’ ἀν.): Ἔλεγα ἀνάμεσό μου. 2) Ὡς οὐσ. ἀνάμεσο τό, συμβολαιογραφικὴ πρᾶξις συζύγων, καθ’ ἣν συμφωνοῦν οὗτοι, ἳνα ἀνήκῃ ἐξ ἡμισείας εἰς ἀμφοτέρους ὅ,τι ἀπὸ τοῦ γάμου των καὶ ἑξῆς θὰ ἀποκτήσουν δι’ ἀγορᾶς) Τῆν. Πβ. ἀνάμεσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA