ἀργυραλύσιδο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργυραλύσιδο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀργυραλύσιδο τό, πολλαχ. ἀργυραλύσιο Κάρπ. ἀργυρολέσιδο ΝΠολίτ. ᾿Εκλογ. 148. Πληθ. ἀργυραλυσίια τά, Κάρπ. ἀργυρολυσία Κάρπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρὸς καὶ τοῦ οὐσ. ἁλυσίδα ἢ ἁλυσίδι. Ὁ πληθ. ἀργυραλυσίια καὶ ἀργυρολυσία ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀργυραλυσίδι καὶ ἀργυρολυσίδι.

Σημασιολογία

1) ’Αργυρᾶ ἅλυσις ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Ἐδῶ πέρα κιˬ ἀντίπερα κάθουνται οἱ μαστόροι καὶ κάμε ἀργυρολέσιδο νὰ δέσῃς τὸν υἱό σου κιˬ ἂν ἔρθω ᾿γὼ καὶ λύσω τον, εἶναι ντροπὴ δική μου, κιˬ ἂν ἔρθῃ ἐκεῖνος κ᾿ εὕρῃ με, πάλε χαρὰ δική μου ΝΠολίτ ἔνθ’ ἀν. Χίλιˬοι κρατοῦ τοὶς σέλλες του καὶ μύριˬοι τ’ ἄλογό του καὶ πεντακόσιˬοι κ᾿ ἑκατὸ τ’ ἀργυραλύσιό του Κάρπ. Μαλαματένιˬε μου σταυρὲ μὲ τ᾿ ἀργυρολυσία, ὀγλήορα μ᾿ ἀρνίστηκες καὶ τ' ἦτον ἡ αἰτία; Κάρπ. 2) Πληθ. ἀργυραλυσίια, εἶδος γυναικείου κεντήματος Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/