βούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Θηλυκό

Τυπολογία

βούρα ἡ, Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. βέρα, ὃ ἐκ τοῦ Βενετ vera. Ἰδ. Ἄνθ Παπαδόπ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 12 (1946) 7.

Σημασιολογία

1) Ἡ κοιλότης τῆς χειρός, δρὰξ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν.Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἡ βούρα μ᾿ ἐκνέστεν, κἄποιος παράδας θὰ δί’ με (αἰσθάνθηκα κνησμὸν εἰς τὴν παλάμην, κἄποιος θὰ μοῦ δώσῃ χρήματα, πρόληψις) Χαλδ. || Φρ. Δίγω μὲ τὰ βούρας (ἀφειδῶς) Κοτύωρ. Συνών. φούχτα. β) Ὅση ποσότης πράγματός τινος δύναται ἐφάπαξ νὰ περιληφθῇ εἰς τὴν δράκα Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) : Ἕναν βούραν ἅλας, δύο βούρας ἀλεύρ κττ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Συνών. βουρέα, χερέα. Γ) Ἐν τῇ ταλασιουργίᾳ τὰ ὑπολείμματα τοῦ κανναβίου τὰ συναγόμενα εἰς τὴν δράκα τῆς χειρὸς ἐκ τοῦ λαναρίου διὰ νὰ ξανθοῦν ἐκ νέου Πόντ. (Κερασ.) 2) Μέρος βαθὺ Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πβ. βέρα (Ι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/