ἀφύσητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφύσητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφύσητος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀφύσετος Πόντ. (Κερασ.) ἀφύσιστος Κύθν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφύσητος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐξωγκωμένος δι᾿ ἐμφυσήσεως Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀφύσητο πλεμόνι. β) Ὁ μὴ ἀναρριπισθεὶς Λεξ. Δημητρ.: Ἄφησες τὴ φωτιˬὰ ἀφύσητη κ᾽ ἔσβησε. 2) Ὁ μὴ ὑπομένων, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος οὔτε κἂν φύσημα, λεπτεπίλεπτος Κύθν.: Παροιμ. Ἀφύσιστος βρακὶν ἐφόρει | κ’ ἔσκυφτε κιˬ ὅλο τὸ θώρει, κιˬ ἄν τὸ φόρει, πο͜ιὸς τὸ θώρει; β) Καλλωπιστὴς Κύθν. 3) Μεταφ. ἐπὶ γυναικὸς ἡ μὴ βινηθεῖσα Πόντ. (Κερασ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/