ἀργυρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργυρίζω Ἤπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀργυρός.
Σημασιολογία
Ὀνομάζω, χαρακτηρίζω τινὰ διὰ λέξεων δηλουσῶν ἐκτίμησιν καὶ ἰδιάζοντα σεβασμόν: ᾎσμ. ᾿Εδῶ μᾶς εἶπαν κ’ ἤρθαμαν ’ς τὸν ἀργυρὸν ἀφέντη, πῶς νὰ τὸν ἀργυρίσουμε καὶ πῶς νὰ τὸν εἰποῦμε; ἀφέντη, ἀφεντούλλη μου, πέντε βολὲς ἀφέντη, πέντε βολὲς ἀφέντεψες καὶ πάλ’ ἀφέντης εἶσαι (ᾄδεται τὴν ἑορτὴν τοῦ Λαζάρου ὑπὸ παίδων περιερχομένων τὰς οἰκίας καὶ δεχομένων δῶρα).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA