ἄναμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄναμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄναμμα τὀ, κοιν. καὶ Τσακων. ἄναμ-μα ’Ικαρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν οὐσ. ἄναμμα₌πᾶν τὸ ἀνημμένον, φλεγομένη ὕλη.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀνάπτῃ τις κοιν. καὶ Τσακων. : Σπίρτα γιˬ’ ἄναμμα. Τὸ ἄναμμα τῆς λάμπας-τοῦ λυχναριˬοῦ-τοῦ φούρνου-τῆς φωτιˬᾶς κοιν. Φέρε καίζα γιˬ᾿ ἄναμμα (καίζα=ξυλαράκια) Τσακων. β) Μεταφ. ἐκδήλωσις εἰς ἀνώτατον βαθμὸν καταστάσεώς τινος σύνηθ. : Τὸ ἄναμμα τοῦ καβγᾶ-τοῦ πυρετοῦ κττ. σύνηθ. Τὸ ἄναμμα τῆς ὀργῆς ΚΠαλαμ. Πεντασύλλ. 87 . Τὸ ἄναμμα τοῦ τρικυμοῦ (τῆς καταιγίδος) ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,140. 2) Πυρετὸς Νάξ.(Γαλανᾶδ.): Ἄναμμα ἔχει τὸ παιδί μου. 3) Ἡ ζύμωσις ἢ σῆψις ὀργανικῶν οὐσιῶν συνήθως συσσωρευμένων, ἐστοιβαγμένων καὶ μὴ ἀεριζομένων κοιν.: Τὸ ἄναμμα τοῦ μπακαλιˬάρου-τοῦ σιταριˬοῦ-τοῦ τυριˬοῦ κττ. 4) Φρύγανον ἢ ξυλάριον χρησιμεῦον ὡς ἔναυσμα, συνήθως κατὰ πληθ. ’Ικαρ. Τσακων. -Λεξ. Δημητρ.: Μὲ βρεμένα ἀνάμματα δὲν ἀνάβεται φωτιˬὰ Λεξ. Δημητρ. Φέρε μέσα ἀνάμ-ματα νά ’χουμε αὔριο ποῦ θὰ βρέχῃ στεγνὰ Ἰκαρ. Συνών. ἀνάκαμα 1 β, ἀνακάρωμα 1,προσάναμμα, προσαψίδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/