βουρβουλακιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βουρβουλακιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βουρβουλακιˬάζω Κρήτ. Κύθηρ. κ. ἀ. - Λεξ. Βυζ. βουρβουακιˬάζω Νάξ. (Φιλότ. κ. ἀ.) βορβολακιˬάζω Θρᾴκ. βουρδουλακιˬάζω Κύθν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα.

Σημασιολογία

1) Παράγω βορβορυγμοὺς Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. (Φιλότ. κ. ἀ.) : Βουρβουλακιˬάζου dὰ νερὰ Κρήτ. Βουρβουακιˬάζουνε τ᾿ ἄdερά μου Φιλότ κ. ἀ. Συνών. βουρβουλακῶ 3, βουρβουρύζω 1, γουργουρίζω. 2) Εἶμαι ἄφθονος, βρίθω, ἐπὶ μικρῶν ἐν γένει ζωυφίων, ἐντόμων, σκωλήκων κττ. κινουμένων καὶ θορυβούντων (ἡ ἔννοια τοῦ πλήθους ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ θορύβου) Θρᾴκ. Κύθν. κ. ἀ. –Λεξ. Βυζ.: Οἱ ψύλλοι–τὰ φίδιˬα βορβολακιˬάζουν Θρᾴκ. Συνών. βαρβαλ-λάσ-σω, βουρβουλιˬάζω 1, βουρβουρύζω, 2, βουρβουταρίζω, βουρβουτίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/