ἀναμμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναμμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναμμάρα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. Μακεδ. (Νάουσ)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄναμμα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -άρα.
Σημασιολογία
1) ᾿Εξαψις τοῦ σώματος Ζακ.Ἤπ.Μακεδ. (Νάσουσ): Ὁ ἄρρωστος ἔχει μεγάλη ἀναμμάρα Ἤπ. Ἀναμμάρα μ᾽ ἔρχιτι μι᾽ τούν καφὲ Νάσυσ. 2) Ἀνησυχία, ταραχὴ Θρᾴκ. Συνών. ἀνάβρασι 2, ἀναδεμός, ἀνακατωμός Β 3, ἀνακάτωσι Β2, ἀναμπαμπούλα, ἀναστάτωμα, ἀναστάτωσι, σύχυσι, ταραχή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA