βουρβουλακῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρβουλακῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουρβουλακῶ Θήρ. Κρήτ. βουρβουλ-λακῶ Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. *βουρβουλάκι<βουρβούλα.
Σημασιολογία
1) Ἀναβλύζω, ἀναδίδω ὕδωρ μεθ᾽ ὁρμῆς Κρήτ.: Τὸ χωράφι βουρβουλακᾷ. 2) Βράζω, κοχλάζω Θήρ. Κρήτ. : Βουρβουλακᾷ τὸ νερὸ ᾿ς τὸ τσικάλι. β) Παράγω φυσαλίδας Κρήτ.: Τὰ στράφυλα βουρβουλακοῦνε (στράφυλα=στέμφυλα). γ) Παράγω βορβορυγμοὺς ἐν ὕδατι Κρήτ.: Ὁ ἀφορδακὸς βουρβουλακᾷ ᾿ς τὸ gόλυbο (ἀφορδακὸς=βάτραχος, κόλυbος=λάκκος μεγάλος μὲ νερό). 3) Βουρβουλακιˬάζω 1, ὃ ἰδ., Ρόδ. : Βουρβουλ-λακᾷ ἡ κοιλιˬά μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA