ἀργυρο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργυρο-
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀργυρο- (Ι) πολλαχ.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄργυρος.
Σημασιολογία
Συντίθεται ὡς α΄ συνθετ. πρὸς δήλωσιν 1) Τῆς ὕλης τοῦ ἀργύρου ἐξ οὗ εἶναί τι κατεσκευασμένον, οἷον: ἀργυροκαμωμένος. 2) Τοῦ ὀργάνου, οἷον: ἀργυροδεμένος, ἀργυροπλεγμένος. 3) Τοῦ λάμποντος, οἷον: ἀργυρόλαμπος. 4) Τοῦ διαυγοῦς, οἷον: ἀργυρογάργαρος, ἀργυροκάθαρος. 5) Τοῦ ἠχηροῦ, οἷον: ἀργυρόγελος-ἀργυρογελῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA